πλινθομηχανή

πλινθομηχανή
η машина, изготовляющая (саманный) кирпич

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλινθομηχανή" в других словарях:

  • πλινθομηχανή — η, Ν τεχνολ. μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλίνθων και η οποία αποτελεί συνδυασμό πλαστουργικής μηχανής, πιεστηρίου και μηχανής εκτύπωσης σχεδίων ή τής ονομασίας τού εργοστασίου παραγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + μηχανή. Η λ., στον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»