- πλινθομηχανή
- η машина, изготовляющая (саманный) кирпич
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλινθομηχανή — η, Ν τεχνολ. μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλίνθων και η οποία αποτελεί συνδυασμό πλαστουργικής μηχανής, πιεστηρίου και μηχανής εκτύπωσης σχεδίων ή τής ονομασίας τού εργοστασίου παραγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + μηχανή. Η λ., στον … Dictionary of Greek